.

.
Ολόκληρο το κείμενο
Το αίτημα του «πολιτικού εκσυγχρονισμού» αποτελεί στις μέρες μας μιαν από τις πλέον διαδεδομένες κοινοτοπίες: η «επανίδρυση του κράτους», η «πάταξη της διαφθοράς», η «θέσμιση της αξιοκρατίας» κτλ., είναι όλες φράσεις με τις οποίες βομβαρδίζεται καθημερινά η δημόσια σφαίρα. Σπάνια όμως συνειδητοποιούμε ότι το πρόβλημα ταλανίζει την Ελλάδα για δυο σχεδόν αιώνες, καθ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας της ως ανεξάρτητου κράτους. Ακόμη πιο σπάνια ασχολούμαστε με τις καταβολές αυτής της παρατεταμένης θεσμικής ανεπάρκειας. Είναι άραγε πρόβλημα προσώπων και περιορισμένων τεχνικών δεξιοτήτων; Τεκμαίρει την αέναη αναπαραγωγή κάποιας «κακής παράδοσης»; Ή μήπως τελικά πιστοποιεί ‒όπως με νεοφιλελεύθερο ιδεολογικό οίστρο τελευταία προβάλλεται‒ ότι το δημόσιο είναι «εγγενώς αναποτελεσματικό»; Όμως αυτό το είδος των «απαντήσεων» (τις σπάνιες φορές που τίθεται σοβαρά το σχετικό ερώτημα), παγιδεύει τη συζήτηση σε μια ταυτολογική κυκλικότητα: ότι ο θεσμικός εξορθολογισμός προϋποθέτει τον εαυτό του. Αποτιμώντας την αποτυχία δυο σημαντικών μεταρρυθμιστικών εγχειρημάτων της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας ‒του Χαρίλαου Τρικούπη (Ενότητα ΙΙ) και του Ελευθέριου Βενιζέλου (Ενότητα ΙΙΙ)‒ το κείμενο που ακολουθεί επιχειρεί να εντάξει οργανικά στον προβληματισμό τον κοινωνικοοικονομικό παράγοντα δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη συμπεριφορά των οικονομικών και κοινωνικών ελίτ της χώρας. Υποστηρίζεται πως, συχνά παρά τα φαινόμενα, η περιορισμένη μεταρρυθμιστική διάθεση των οικονομικών ελίτ βρίσκεται στη βάση της παρατεταμένης αποτυχίας της Ελλάδας να επιτύχει θεσμικό εξορθολογισμό. Προς όφελος μιας πιο σφαιρικής προσέγγισης, προτάσσεται ένα συνοπτικό περιδιάβασμα της περιόδου 1840-1880 με δεσπόζον στοιχείο της την εντυπωσιακά πρώιμη υιοθέτηση του κοινοβουλευτισμού (Ενότητα Ι).